- φυτουργικός
- -ή, -όν, ΜΑ [φυτουργός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτουργίααρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ φυτουργική(ενν. τέχνη) η τέχνη τού φυτουργού, η κηπουρική.επίρρ...φυτουργικῶς Αμε φυτουργικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτουργικόν — φυτουργικός skilled in gardening masc acc sg φυτουργικός skilled in gardening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτουργικοί — φυτουργικός skilled in gardening masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτουργικῇ — φυτουργικός skilled in gardening fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτουργική — φυτουργικός skilled in gardening fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτουργικῶς — φυτουργικός skilled in gardening adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)